- λαυρεντία
- ηβοτ. βλ. λαουρέντια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κορνίλοφ, Λαυρέντια Γκεόργκιεβιτς — (Lavrentia Georgievich Kornilov, 1870 – 1918). Ρώσος στρατηγός. Καταγόταν από στρατιωτική οικογένεια. Σπούδασε στην Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου, υπηρέτησε στο Τουρκεστάν και έλαβε μέρος στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904 5. Διετέλεσε επίσης… … Dictionary of Greek
Laurentius — ist ein männlicher Vorname. Der Name kommt aus dem Lateinischen und bedeutet „der Mann aus Laurentum“ (nach einer Ortschaft bei Rom). Die Verbindung mit dem lateinischen Wort für „Lorbeer“ (laurus) beruht auf einer Volksetymologie. Der Name… … Deutsch Wikipedia
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
λαουρέντια — και λαυρέντια, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λοβελιίδες … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Κίροφ-Μαρίινσκι, μπαλέτα — Ρωσικό χορευτικό συγκρότημα, μέλος του Θεάτρου Μαρίινσκι, διάσημο για το κλασικό ρεπερτόριό του και για τους καλλιτέχνες με τους οποίους έχει συνεργαστεί. Τα μπαλέτα Κ. Μ. έχουν τις ρίζες τους στη σχολή χορού η οποία είχε ιδρυθεί στην Αγία… … Dictionary of Greek
Λαβίνιο — Αρχαία πόλη του Λατίου της Ιταλίας, που σύμφωνα με τον μύθο ίδρυσε ο Αινείας προς τιμήν της Λαβινίας. Το Λ. αποτελούσε σημαντικό πολιτικό και λατρευτικό κέντρο των Λατίνων, γνωστό για τις θρησκευτικές και τις τελετουργικές παραδόσεις του.… … Dictionary of Greek